- κιβδηλοποιία
- ηη κατασκευή κίβδηλων νομισμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κιβδηλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου].————————ηη κατασκευή κίβδηλων νομισμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κιβδηλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.